- τοσαῦτ'
- τοσαῦτα , τοσοῦτοςso largeneut nom/voc/acc plτοσαῦται , τοσοῦτοςso largefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοσαυτάριθμος — ον, Μ τόσο πολυπληθής όσο και κάποιος άλλος, αριθμητικά αντίστοιχος με κάποιον άλλον («τοσαυταρίθμων δὲ ὑποζυγίων ἱππῶνας», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ τής αντων. τοσοῦτος, αύτη, οῦτον + άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. ισ άριθμος] … Dictionary of Greek
τοσαυτανδρία — ἡ, Μ τόσοι άνδρες συγκεντρωμένοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ τής αντων. τοσοῦτος, αύτη, οῦτον + ανδρία (< ανδρος < ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. ολιγ ανδρία] … Dictionary of Greek
τοσαυταχώς — ΜΑ επίρρ. με τόσους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ τής αντων. τοσοῦτος, αύτη, οῦτον + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῶς (πρβλ. πολλαχ ῶς)] … Dictionary of Greek